θεσπέσιον

θεσπέσιον
θεσπέσιος
divinely sounding
masc acc sg
θεσπέσιος
divinely sounding
neut nom/voc/acc sg
θεσπέσιος
divinely sounding
masc/fem acc sg
θεσπέσιος
divinely sounding
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • боголѣпьныи — (40) пр. Достойный бога, подобающий богу: Аще кто... раздѣлѩѥть гласы. или ѡ х҃ѣ ѡ(т) ст҃хъ гл҃емыѩ. или ѡ(т) самого х҃а. о себе. и ѡва оубо ˫ако чл҃вку ѡ(т) б҃жиѩ слова ѡсобно разумѣваѩ прѣлагають. б҃олѣпныѩ же иже ѡ(т) б҃а. оц҃а словоу. да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

  • καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος, άγιος — (; – 62 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επονομαζόταν αδελφόθεος και Δίκαιος. Αναφέρεται στα Ευαγγέλια ως αδελφός του Ιησού (Μαρκ. στ’ 3, Ματθ. ιγ’ 55). Ωστόσο, επειδή η Εκκλησία θεωρεί αειπάρθενο τη Μαρία, o Ι. πρέπει να ήταν είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”